μεσιάζω

μεσιάζω
μέσιασα, μεσιασμένος
1. ξοδεύω κάτι ως τη μέση της ποσότητάς του: Μέσιασα το φαγητό και χόρτασα.
2. μτφ., φτάνω στη μέση: Μέσιασα τη διαδρομή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ημισιάζω — ἡμισιάζω και ἡμισειάζω (Α) [ήμισυς] διαιρώ κάτι σε δύο ίσα μέρη, διχοτομώ, μεσιάζω …   Dictionary of Greek

  • ημισεύω — ἡμισεύω (AM) [ήμισυς] 1. διαιρώ κάτι στα δύο, σμικρύνω κατά το ήμισυ διχοτομώ, μεσιάζω 2. βράζω κάτι ώσπου να μείνει το μισό …   Dictionary of Greek

  • κοψομεσιάζω — και κουτσομεσιάζω 1. καταπονώ τη μέση κάποιου υποβάλλοντας τον σε μεγάλο κόπο 2. χτυπώ κάποιον στη μέση και τού προκαλώ δυνατό πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο) * + μεσ ιάζω (< μέση), πρβλ. στραβο μεσιάζω] …   Dictionary of Greek

  • μεσάζω — και μεσιάζω και μισάζω και μισιάζω (ΑM μεσάζω) [μέσος] διαιρώ κάτι στη μέση, διχοτομώ νεοελλ. 1. καταναλώνω τη μισή ποσότητα από κάτι («τό μεσάσαμε το κρασί») 2. (η μτχ. ενεστ. αρσ. και θηλ. ως ουσ.) ο μεσάζων, η μεσάζουσα το μέντιουμ νεοελλ. μσν …   Dictionary of Greek

  • μεσάζω — μέσασα, μεσασμένος 1. μεσολαβώ, παρεμβαίνω για κάποιον: Μέσασαν οι γονείς τους και τα ξαναβρήκαν. 2. ξοδεύω κάτι ως τη μέση: Μέσασα το κρασί στο βαρέλι. (Βλ. και μεσιάζω.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”