ημισιάζω — ἡμισιάζω και ἡμισειάζω (Α) [ήμισυς] διαιρώ κάτι σε δύο ίσα μέρη, διχοτομώ, μεσιάζω … Dictionary of Greek
ημισεύω — ἡμισεύω (AM) [ήμισυς] 1. διαιρώ κάτι στα δύο, σμικρύνω κατά το ήμισυ διχοτομώ, μεσιάζω 2. βράζω κάτι ώσπου να μείνει το μισό … Dictionary of Greek
κοψομεσιάζω — και κουτσομεσιάζω 1. καταπονώ τη μέση κάποιου υποβάλλοντας τον σε μεγάλο κόπο 2. χτυπώ κάποιον στη μέση και τού προκαλώ δυνατό πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο) * + μεσ ιάζω (< μέση), πρβλ. στραβο μεσιάζω] … Dictionary of Greek
μεσάζω — και μεσιάζω και μισάζω και μισιάζω (ΑM μεσάζω) [μέσος] διαιρώ κάτι στη μέση, διχοτομώ νεοελλ. 1. καταναλώνω τη μισή ποσότητα από κάτι («τό μεσάσαμε το κρασί») 2. (η μτχ. ενεστ. αρσ. και θηλ. ως ουσ.) ο μεσάζων, η μεσάζουσα το μέντιουμ νεοελλ. μσν … Dictionary of Greek
μεσάζω — μέσασα, μεσασμένος 1. μεσολαβώ, παρεμβαίνω για κάποιον: Μέσασαν οι γονείς τους και τα ξαναβρήκαν. 2. ξοδεύω κάτι ως τη μέση: Μέσασα το κρασί στο βαρέλι. (Βλ. και μεσιάζω.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)